Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

είναι αδύνατο

  • 1 αδύνατος

    η, ο [ος, ον ]
    1) слабый (в разн. знач);

    αδύνατο παιδί — слабый ребёнок;

    αδύνατη υγεία — слабое здоровье;

    αδύνατη μνήμη — слабая память;

    αδύνατη πειθαρχία — слабая дисциплина;

    αδύνατος αέρας — слабый ветер;

    2) худой; тощий (тж. о мясе);
    3) невозможный, невыполнимый;

    ζητώ αδύνατα πράγματα — требовать невозможного;

    αδύνατο! — не может быть!;

    αυτό είναι αδύνατο — это невозможно;

    δεν υπάρχει τίποτε το αδύνατο — нет ничего невозможного;

    αυτό είναι αδύνατο να γίνει — это сделать невозможно;

    άν είναι αδύνατο να... — в случае невозможности...;

    καθιστώ αδύνατο — сделать невозможным

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αδύνατος

  • 2 невозможно

    невозможно είναι αδύνατο, δεν είναι δυνατό" это \невозможно αυτό είναι αδύνατο
    * * *
    είναι αδύνατο, δεν είναι δυνατό

    э́то невозмо́жно — αυτό είναι αδύνατο

    Русско-греческий словарь > невозможно

  • 3 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 4 невозможно

    невозмо́жн||о
    предик безл ἀδύνατο[ν]:
    это совершенно \невозможно εἶναι ἐντελώς ἀδύνατο· это \невозможно сделать αὐτό εἶναι ἀδύνατο νά γίνει.

    Русско-новогреческий словарь > невозможно

  • 5 душно

    душно безл. здесь \душно εδώ είναι αδύνατο να αναπνεύσεις мне \душно πνίγομαι (από τη ζέστα)
    * * *
    безл.

    здесь ду́шно — εδώ είναι αδύνατο να αναπνεύσεις

    мне ду́шно — πνίγομαι (από τη ζέστα)

    Русско-греческий словарь > душно

  • 6 никак

    никак με κανένα τρόπο, καθόλου, είναι αδύνατο να...
    * * *
    με κανένα τρόπο, καθόλου, είναι αδύνατο να...

    Русско-греческий словарь > никак

  • 7 никак

    никак I
    парен. καθόλου, διόλου, μέ κανένα τρόπο[ν]:
    \никак не мог достать билеты μέ κανένα τρόπο δέν μπορούσα νά βρῶ εἰσιτήρια· \никак нельзя εἶναι ἀδύνατο· \никак не могу́ поверить εἶναι ἀδύνατο νά τό πιστέψω· ◊ как-\никак στό κάτω-κάτω.
    никак II
    частица (кажется, как будто) разг:
    \никак ты вернулся? ἐπέστρεψες λοιπόν;

    Русско-новогреческий словарь > никак

  • 8 хоть

    хоть
    1. союз (даже, если, несмотря на то, что) ἄν καί, μολονότι, ἔστω καί, ἀκόμα καί:
    \хоть и поздно, я все же приду́ ἄν καί εἶναι ἀργά θά ἔρθω· \хоть видит о́ко, да зуб неймет посл. δέν εἶναι γιά τά δόντια μας·
    2. союз (можно, впору):
    \хоть отбавляй δσο θέλεις· \хоть умри δτι καί νά κάνεις· темно́, \хоть глаз выколи εἶναι σκοτάδι πίσσα· \хоть убей не помню μού εἶναι ἀδύνατο νά θυμηθώ·
    3. частица (даже) ἀκόμα καί, ἔστω καί:
    \хоть сеи́час ἄν θέλεις καί τώρα ἀκόμά вы можете остаться здесь \хоть на месяц μπορείτε νά μείνετε ἐδῶ ἀκόμα καί ἕνα μήνα·
    4. частица (по крайней мере) τουλαχιστο[ν]:
    вы бы \хоть о других подумали δέν σκεφθήκατε τουλάχιστον τους ἄλλους· 5.:
    \хоть бы τουλάχιστο νά...· \хоть бы он пришел поскорей! ἄς ἐρχότανε τουλάχιστο γρη-γορώτερα!· \хоть бы лето пришло поскорее νά ἐρχόντανε τουλάχιστο γρήγορα τό καλοκαίρι· он парень \хоть куда! εἶναι παιδί ἀπ' τά λίγα!

    Русско-новогреческий словарь > хоть

  • 9 невозможно

    επίρ.
    με σημ. κατηγ. ανυπόφορα, αφόρητα•

    он ведт себ|й невозможно η συμπεριφορά του είναι ανυπόφορη ή αυτός είναι ανυπόφορος.

    || είναι αδύνατον, δεν υπάρχει δυνατότητα•

    невозможно сделать это είναι αδύνατο να γίνει αυτό.

    || πάρα πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > невозможно

  • 10 невозможность

    невозмо́жн||ость
    ж τό ἀδύνατο[ν], τό ἀκα-τόρθωτο[ν]:
    в случае \невозможностьости... δν εἶναι ἀδύνατο νά...

    Русско-новогреческий словарь > невозможность

  • 11 да

    да I
    частица
    1. (утвердительная) ναί, μάλιστα:
    Вы придете завтра? · Да! Θά ἔρθετε αὐριο; · Ναί!· да, конечно ναί, βέβαια· да или нет? ναί ἡ ὄχι;· ни да ни нет οὔτε ναί οὔτε ὄχι· да, это так μάλιστα, ἐτσι εἶναι
    2. (при выражении удивления, недоверия) ναί, ἀλήθεια, πραγματικά [-ῶς]:
    ну да! ναί!·
    3. (вводн. сл. в начале речи) ἄ ναί:
    да, еще забыл вам сказать... ἄ ναί, ξέχασα ἐπίσης νά σᾶς πῶ...·
    4. (усилительная) λοιπόν, ντέ, δά, μά:
    да говорите же скорее! λέγετε λοιπόν πιό γρήγορα!· да замолчи же! σώπα ντέ!, σώπα λοιπόν!· да не может быть! αὐτό εἶναι ἀδύνατο!·
    5. (пусть) ᾶς, νά (в переводе часто опускается):
    да здравствует Первое мая! ζήτω ἡ Πρώτη τοῦ Μάη!, ζήτω ἡ πρωτομαγιά! да живет он многие годы! νά ζήσει χρόνια πολλά!
    да II
    союз
    1. (соединительный) καί (перед гласными принимает форму κἰ):
    ты да я ἐσύ κι ἐγώ·
    2. (присоединительный в смысле «к тому же», «вдобавок») καί, κι ἐπί πλέον:
    холодно, да дождь льет κάνει κρύο καί ἐκτός αὐτοῦ (или κι ἐπί πλεον) βρέχει· шел он один, да еще в темноте βάδιζε μόνος του καί μάλιστα στά σκοτεινά·
    3. (противительный) μά, ἀλλά, ὀμως:
    хорошо, да не очень καλά, μά ὄχι καί τόσο, εἶναι καλό, ἀλλά ὄχι καί σπουδαίο.

    Русско-новогреческий словарь > да

  • 12 нельзя

    επίρ.
    με σημ. κατηγ.
    1. δεν είναι δυνατόν δεν υπάρχουν δυνατότητες δεν μπορεί είναι αδύνατον•

    этого нельзя сделать αυτό είναι αδύνατο να γίνει.

    2. δεν κάνει, δεν πρέπει δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται•

    здесь курить нельзя εδώ απαγορεύεται το κάπνισμα•

    употреблять такие слова δεν πρέπει να χρησιμοποιείς (να λες) τέτοιες λέξεις.

    εκφρ.
    нельзя ли – δεν επιτρέπεται;
    επιτρέψτε•
    нельзя не – δεν μπορεί να μη•
    нельзя сказать, чтобы... – δεν μπορείς να πεις ότι... нельзя сказать, чтобы он был прав δεν μπορείς να πεις ότι αυτός είχε δίκαιο•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα.

    Большой русско-греческий словарь > нельзя

  • 13 нельзя

    нельзя
    предик безл
    1. (невозможно) δέν γίνεται, δέν κάνει νά...:
    никогда \нельзя знать (заранее) ποτέ δέν μπορεί κανείς νά ξέρει· \нельзя ли вызвать врача? δέν γίνεται νά φωνάξουμε γιατρό;· \нельзя не признать πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε· с э́тим \нельзя не согласиться μ' ἀδτό εἶναι ἀδύνατο νἄ μή συμφωνήσει κανείς·
    2. (воспрещается, не следует) δέν ἐπιτρέπεται, ἀπαγορεύεται, δέν κάνει:
    здесь курить \нельзя «>ῶ ἀπαγορεύεται τό κάπνισμα· ему́ \нельзя Доверять δέν εἶναι ἀνθρωπος νά τοῦ ἔχεις ἐμπιστοσύνη· ◊ как \нельзя лу́чше θαυμάσια, ὑπέροχα· как \нельзя более кстати ἀκριβώς τήν ὠρα πού χρειάζονταν.

    Русско-новогреческий словарь > нельзя

  • 14 убить

    ρ.σ.μ.
    1. σκοτώνω, φονεύω• θανατώνω• χτυπώ•

    его -ли на дороге τον σκότωσαν στο δρόμο•

    охотник -ил два зайца ο κυνηγός χτύπησε δυο λαγούς•

    убить из ружья σκοτώνω με το όπλο.

    2. μτφ. αφανίζω, καταστρέφω• εξουθενώνω• διαλύω•

    убить творческую силу καταστρέφω τη δημιουργική δύναμη•

    убить надежды σκοτώνω (διαλύω) τις ελπίδες.

    || μαραζώνω•

    убить торговлю μαραζώνω το εμπόριο•

    она убита пустой жизнью αυτή μαράζωσε από την άχαρη ζωή.

    || καταθλίβω, καταλυπώ, καταστενοχωρώ•

    печалыгье известие -ло е η θλιβερή είδηση την πλήγωσε κατάκαρδα.

    3. καταναλώνω, ξοδεύω, δαπανώ• χαλώ•

    убить много денег ξοδεύω πολλά χρήματα•

    время σκοτώνω τον καιρό.

    4. νικώ (για παιγνιόχαρτα).
    5. (απλ.) χτυπώ•

    он в больнице, лошадь его -ла αυτός είναι στο νοσοκομείο, τον κλώτσησε το άλογο•

    убить руку, ногу χτυπώ το χέρι, το πόδι.

    εκφρ.
    - убить двух зайцев – με μια τουφεκιά (μ ένα σπάρο) δυο τρυγόνια• (δυο επιτυχίες ταυτόχρονες)• (хоть) убей σκότωσε με (είναι αδύνατο, απραγματοποίητο, δε γίνεται).
    ρ.σ.μ.
    1. καρφώνω.
    2. ταρατσώνω, πιτακώνω, χτυπώ, κάνω κάτι συμπαγές.

    Большой русско-греческий словарь > убить

  • 15 огонь

    огонь
    м
    1. (пламя) ἡ φωτιά, τό πῦρ, ἡ φλόγα·
    2. (освещение, свет) τό φως:
    работать при огне ἐργάζομαι μέ φως· зажигать \огонь ἀνάβω φῶς· гасить \огонь σβήνω τό φως·
    3. мн. огни́ (светящиеся точки) τά φώτα:
    сигнальные огии́ τά συνθηματικά (или διακριτικά) φῶτα·
    4. воен. τό πῦρ, τά πυρά:
    артиллерийский \огонь τό πῦρ τοῦ πυροβολικοῦ, τό κανονίδι· пулеметный \огонь τά πυρά πολυβόλων, ὁ πολυβολισμός· ружейный \огонь τό τουφεκίδι· заградительный \огонь τό μπαράζ, ὁ φραγμός πυρός· перекрестный \огонь τά διασταυρούμενα πυρά· прицельный \огонь ἡ σκοπευτική βολή· под огнем ὑπό τά πυρά· открывать \огонь ἀνοίγω πυρά· прекращать \огонь παύω τό πῦρ·
    5. перен ἡ φλόγα, ἡ φωτιά:
    его глаза горят огнем τά μάτια του βγάζουν φλόγες· ◊ огнем и мечом διάπυρος καί σιδήρου· между двух огней μεταξύ δύο πυρών нет дыма без огия погов. δέν ὑπάρχει καπνός χωρίς φωτιά· из огня да в полымя погов. ἀπό τό κακό στό χειρότερο· пройти́ \огонь и воду (и медные тру́бы) разг διέρχομαι διά πυρός καί σιδήρου· подлить масла в \огонь разг ρίχνω λάδι στή φωτιά· играть с огнем παίζω μέ τή φωτιά· днем с огнем не найдешь εἶναι ἀδύνατο νά βρῶ κάτι· пойти́ за кого-л. в \огонь и воду ρίχνομαι στή φωτιά γιά κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > огонь

  • 16 переговорить

    переговор||и́ть
    сов
    1. (о чем-л.) (ό)μιλῶ:
    \переговорить по телефону μιλω ἀπό τό τηλέφωνο·
    2. (кого-л.) разг:
    его не \переговоритьи́шь! εἶναι ἀδύνατο νά τόν πείσεις!

    Русско-новогреческий словарь > переговорить

  • 17 слад

    слад
    м:
    с ним \сладу нет разг εἶναι ἀδύνατο νά τά βγάλεις πέρα μαζί του.

    Русско-новогреческий словарь > слад

  • 18 угомонить

    угомонить
    сов разг ἡσυχάζω (μεχ.), συγκρατώ, καλμάρω, περιμαζεύω:
    его невозможно \угомонить εἶναι ἀδύνατο νά τόν περιμαζέψεις.

    Русско-новогреческий словарь > угомонить

  • 19 there's no saying

    (it is impossible to say, know etc: There's no denying it; There's no knowing what she will say.) είναι αδύνατο να(πεις/ξέρεις κλπ.)

    English-Greek dictionary > there's no saying

  • 20 невмоготу

    επίρ.
    ως κατηγ. είναι αδύνατο, δεν έχω τη δύναμη, δεν δύναμαι, δεν μπορώ•

    мне невмоготу сегодня работать δεν μπορώ σήμερα να εργαστώ•

    мне больше невмоготу περισσότερο δεν μπορώ, δεν δύναμαι πλέον.

    Большой русско-греческий словарь > невмоготу

См. также в других словарях:

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • πρόβλημα — Χαρακτηρίζεται ως π. στα μαθηματικά, κάθε πρόταση, με την οποία δίνονται μερικά στοιχεία (τα δεδομένα του προβλήματος) και ζητείται να οριστούν από αυτά μερικά στοιχεία (οι άγνωστοι του προβλήματος), που περιγράφονται έμμεσα μέσα στην πρόταση.… …   Dictionary of Greek

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • Χιουμ, Ντέιβιντ — (Hume, Εδιμβούργο 1711 – 1776). Τελευταίος μεγάλος εκπρόσωπος της αγγλικής εμπειριοκρατίας. Από πολύ νέος έδειξε ενδιαφέρον για τις φιλοσοφικές και ιστορικές μελέτες, και για ένα χρονικό διάστημα είχε εγκατασταθεί στη Γαλλία (από το 1734 έως το… …   Dictionary of Greek

  • αδύνατος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει δύναμη, αντοχή: Αυτό το ξύλο είναι αδύνατο για τούτη τη δουλειά. 2. άπαχος, ισχνός: Το αρνί είναι πολύ αδύνατο. 3. ακατόρθωτος: Αυτό που ζητάς είναι αδύνατο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

  • αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • πραγματισμός — (pragmatisme). Τάση της σύγχρονης φιλοσοφίας της οποίας το όνομα (από την ελληνική λέξη πράγμα) υπογραμμίζει ότι το κριτήριο για την αξιολόγηση κάθε θεωρητικής αρχής αποτελείται από τις πρακτικές συνέπειες που προκύπτουν από αυτήν, θεμελιωτής της …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»